- θαρσηρός
- θαρσηρός, -ά, -όν (Α) [θάρσος]θαρσήεις*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαρσηρούς — θαρσηρός Cat.Cod. Astr. masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρσηρῶς — θαρσηρός Cat.Cod. Astr. adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρσηράν — θαρσηρά̱ν , θαρσηρός Cat.Cod. Astr. fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)